- σύσχεσις
- -έσεως, ἡ, Α [συνέχω]φυλάκιση, κράτηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύσχεσιν — σύσχεσις detention fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσχετήριον — τὸ, Α μέρος όπου κρατείται κανείς κλεισμένος, κλουβί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνέχω «κλείνω, περιορίζω, φυλακίζω» (πρβλ. σύσχεσις) + επίθημα τήριον (πρβλ. δικασ τήριον)] … Dictionary of Greek